Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Η διαμεσολάβηση στην Ελλάδα

Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο:

«ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ, ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΕΞΩΔΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΕΝΕΞΕΩΝ» [1]
 του Νέστορα Ε. Κουράκη, Καθηγητή Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
  Στην Ελλάδα, ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν είναι άγνωστος : προβλέπεται ήδη στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), κατά τον οποίο (α. 25 §4 περ. α) ο εισαγγελέας πρωτοδικών “έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν την τέλεση αξιόποινων πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους.” Συνήθως ο εν λόγω εισαγγελέας ασκεί αυτήν την αρμοδιότητα δίνοντας εντολή στα αρμόδια αστυνομικά όργανα να καλούν τους εμπλεκομένους σε μια διένεξη και να επιχειρούν την επίλυση της, πράγμα το οποίο, άλλωστε επιτυγχάνεται, σύμφωνα με τα ευρήματα επιστημονικής έρευνας σε ποσοστό άνω του 60%.
Επίσης κατά καιρούς ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε μέτρα εξάλειψης του αξιόποινου στις περιπτώσεις εκείνες -οικονομικών, ιδίως, εγκλημάτων και δη πλημμελημάτων- όπου ο δράστης ικανοποιεί πλήρως το θύμα του, π.χ. κλοπή και υπεξαίρεση κατ’ άρθρ. 379 ΠΚ, διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, απάτη ή απάτη με υπολογιστή ή απάτη σχετική με τις ασφάλειες, απιστία, τοκογλυφία και αισχροκέρδεια (α. 393ΠΚ), χωρίς πάντως από τις διατάξεις αυτές να προβλέπεται κάποια ειδικότερη διαδικασία διαμεσολάβησης για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ δράστη και θύματος. Σημαντική εξέλιξη στο θέμα σημειώθηκε το 1995, οπότε στο ά. 71 του Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικαιοσύνης που εκπονήθηκε από την Επιτροπή Ι. Μανωλεδάκη προβλέφθηκε διάταξη με τίτλο "Συνδιαλλαγή δράστη – παθόντος", όπου θεσπιζόταν η υπό προϋποθέσεις γενικευμένη χρήση αυτού του θεσμού (Βλ. το εν λόγω Σχέδιο στην έκδοση που έγινε με επιμ. Ι. Μανωλεδάκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 13 και 84).
Τέλος, σημαντικές διατάξεις στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης και της αποκαταστατικής δικαιοσύνης θεσπίστηκαν κατά την τρέχουσα δεκαετία σε δύο περιπτώσεις: Πρώτα, στην αναθεωρημένη μορφή του δίκαιου ανηλίκων, όπου, ως επιπρόσθετα αναμορφωτικά μέτρα προβλέπονται πλέον η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, καθώς και η αποζημίωση του θύματος ή η κατ’ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο (α. 122 περ. ε και στ ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον ν. 3189/2003), χωρίς πάντως να προβλέπεται και εδώ κάποιο συγκεκριμένο διαδικαστικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή της συναλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος. Και δεύτερον, στον νόμο 3500/2006 “για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις”, κατά τις ρυθμίσεις του οποίου, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών με διάταξη του θέτει την δικογραφία σε ειδικό αρχείο, εφόσον ο κατηγορούμενος υποσχεθεί ανεπιφύλακτα, μεταξύ άλλων, ότι δέχεται να αποκαταστήσει άμεσα τις συνέπειες των πράξεων του και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα. Η διαδικασία αυτή, μέσω της οποίας διερευνάται η δυνατότητα για ποινική διαμεσολάβηση, χωρεί είτε από τον Εισαγγελέα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, είτε και από το ίδιο το δικαστήριο που δικάζει κατά την αυτόφωρη διαδικασία, αλλά εφόσον αναβάλει την υπόθεση (α. 11 και 12 ν. 3500/2006).



[1] Ολόκληρο το άρθρο θα δημοσιευτεί στα πρακτικά της Ημερίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου